πεμπτῆρ'

πεμπτῆρ'
πεμπτῆρα , πεμπτήρ
masc acc sg
πεμπτῆρι , πεμπτήρ
masc dat sg
πεμπτῆρε , πεμπτήρ
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεμπτήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που συνοδεύει κάποιον ως πομπός, πομπεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμπω + επίθημα τήρ (πρβλ. λαμπ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • πεμπτήριος — ὁ, ἡ, Α [πεμπτήρ] προπεμπτήριος, συνοδευτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”